- εποικοδομή
- η надстройка, .надстроенная часть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐποικοδομή — superstructure fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εποικοδομή — η (AM ἐποικοδομή) το εποικοδόμημα μσν. φρ. «οἴκων ἐποικοδομαί» κατοικίες, σπίτια … Dictionary of Greek
ἐποικοδομῇ — ἐποικοδομέω build up pres subj mp 2nd sg ἐποικοδομέω build up pres ind mp 2nd sg ἐποικοδομέω build up pres subj act 3rd sg ἐποικοδομέω build up pres subj mp 2nd sg ἐποικοδομέω build up pres ind mp 2nd sg ἐποικοδομέω build up pres subj act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποικοδομαῖς — ἐποικοδομή superstructure fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποικοδομαί — ἐποικοδομή superstructure fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποικοδομήν — ἐποικοδομή superstructure fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εποικοδόμηση — η (AM ἐποικοδόμησις) εποικοδομή νεοελλ. περαιτέρω ανάπτυξη αρχ. βαθμιαία συσσώρευση εκφράσεων, κλίμαξ («ὡς Ἐπίχαρμος ποιεῑ τὴν ἐποικοδόμησιν, ἐκ τῆς διαβολῆς ἡ λοιδορία ἐκ δὲ ταύτης ἡ μάχη», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
ἐποικοδομῶν — ἐποικοδομέω build up pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἐποικοδομέω build up pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἐποικοδομή superstructure fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)